- αυθαδισμα
- αὐθάδισμα-ατος (θᾱ) τό самомнение, заносчивость Aesch.
Древнегреческо-русский словарь - М.: ГИИНС. Дворецкий И.Х.. 1958.
Древнегреческо-русский словарь - М.: ГИИНС. Дворецкий И.Х.. 1958.
αυθάδισμα — αὐθάδισμα, το (Α) [αυθαδίζομαι] ισχυρογνωμοσύνη, πείσμα … Dictionary of Greek
αὐθαδίσμασιν — αὐθᾱδίσμασιν , αὐθάδισμα act of self will neut dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)